Το πρώτο Μνημόνιο, όσο αφορά την εργασία, κούρεψε τους μισθούς του Δημοσίου και διαμόρφωσε το κλίμα για τους εργοδότες να προχωρήσουν σε χιλιάδες απολύσεις και μειώσεις μισθών, με πρόσχημα τόσο τη διατήρηση και τη διάσωση των ήδη υπάρχοντων θέσεων εργασίας όσο και την αύξηση της ανταγωνιστικότητας, ως μέτρο για την έξοδο από την κρίση.
Με την ψήφιση του δεύτερου Μνημονίου, έρχεται το χτύπημα στη δομική συγκρότηση των συλλογικών διεκδικήσεων των εργαζόμενων απέναντι στην εργοδοσία. Πέρα από τη μείωση του κατώτατου μισθού, στον ιδιωτικό τομέα, κατά 22% (για τους νεοπροσλαμβανόμενους έως 25 ετών +10%) το Μνημόνιο ΙΙ κατακρεουργεί κεκτημένους θεσμούς που είναι αποτέλεσμα σκληρής ταξικής σύγκρουσης ανάμεσα στο κεφάλαιο και τους εργαζόμενους. Τέτοιοι θεσμοί είναι:
α) οι Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας (ΣΣΕ): αποτέλεσμα πίεσης των συλλογικών οργάνων των εργαζομένων σε κάθε κλάδο. Οι ΣΣΕ διαμορφώνουν τους όρους εργασίας και το ύψος του σταθερού μισθού.
β) οι Οργανισμοί Εργατικής Εστίας και Εργατικής Κατοικίας: θεσμοί που προσφέρουν σε χιλιάδες εργαζόμενους επιδοτήσεις σπουδών, επικινδυνότητας και οικογενειακές ενισχύσεις, όπως επίσης και δωρεάν παροχή υπηρεσιών βρεφονηπιακού σταθμού κ.ά.
Οι ΟΕΕ και ΟΕΚ θα μεταφερθούν στον ΟΑΕΔ ακολουθούμενοι από περικοπές και κλείσιμο στα περισσότερα αγαθά που προσφέρουν.
Οι (νέες) Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας θα έχουν όριο διάρκειας τριών χρόνων, ενώ οι ήδη υπάρχουσες έχουν διορία ενός έτους. Όταν η διορία αυτή λήξει, η διαπραγμάτευση θα ξεκινάει από το όριο του νέου κατώτατου μισθού, όπως προσδιορίζεται από την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση (ΕΓΣΣ), δηλαδή τα 586 ευρώ.
Η ελαστικότητα των εργαζομένων εντείνεται εφιαλτικά, αφού υπάρχει πλέον το δικαίωμα για μετατροπή της απασχόλησης από πλήρη σε μερική. Αν συνυπολογίσουμε μάλιστα και το Σύμφωνο Πρώτης Απασχόλησης, σύμφωνα με το οποίο η εργασία μέχρι την ηλικία των 25 είναι υποχρεωτικά ανασφάλιστη και με απολαβές κατώτερες της ΕΓΣΣ, καταλαβαίνουμε πως βρισκόμαστε σίγουρα σε έναν εργασιακό Μεσαίωνα.
Για το κεφάλαιο, οι συλλογικές συμβάσεις αποτελούν τροχοπέδη για την ανάπτυξη, την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς και κατ’ επέκταση τον περαιτέρω πλουτισμό του. Έτσι, παράλληλα με τη δημιουργία ευέλικτων εργαζόμενων και “πρόθυμων” για οποιαδήποτε αμοιβή, έρχεται και η παρέμβαση μέτρων που οδηγούν εν τέλει στη μετατροπή των Συλλογικών Συμβάσεων σε ατομικές, καταργώντας ουσιαστικά τη συλλογική διεκδίκηση των εργαζομένων (μέσω της κατάργησης της λεγόμενης μετενέργειας).
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, πάνω από 1500 επιχειρήσεις την τελευταία διετία έχουν προσφύγει στο άρθρο 99. Το άρθρο αυτό, εξασφαλίζει την αναστολή ατομικών διώξεων των επιχειρηματιών (κατασχέσεις περιουσίας, πλειστηριασμοί) ενώ παράλληλα βυθίζει τους εργαζόμενους στην ανεργία, με ελάχιστη αν όχι μηδαμινή αποζημίωση.
Δυναμικές όμως απεργίες και κινητοποιήσεις δείχνουν τη διάθεση των εργαζόμενων να διεκδικήσουν όσα τους ανήκουν. Οι εργαζόμενοι στην Ελευθεροτυπία, με πάνω από 70 μέρες απεργίας, στο Alter, στην Ελληνική Χαλυβουργία με περίπου 120 μέρες και σε δεκάδες άλλες μικρότερες ή όχι επιχειρήσεις, μας δείχνουν πως κανένα γρανάζι δε γυρνά χωρίς αυτούς.
Από τέτοιες κινητοποιήσεις μάλιστα, προκύπτουν εγχειρήματα όπως τα δύο απεργιακά φύλλα των εργαζόμενων της Ελευθεροτυπίας, τα οποία παρά τις μανιώδεις προσπάθειες της Μάνιας Τεγοπούλου, κατάφεραν να εκδοθούν. Ακόμη, η αυτοδιαχείρηση του Γενικού Νοσοκομείου Κιλκίς, όπου οι εργαζόμενοι έχουν μείνει απλήρωτοι επί μήνες, με σκοπό τη δωρεάν παροχή περίθαλψης στους πολίτες, δείχνει ότι οι εργαζόμενοι σε πολλούς κλάδους παίρνουν την κατάσταση στα χέρια τους κόντρα στις επιταγές κυβέρνησης-ΕΕ-ΔΝΤ και βάζουν προτάγματα εργατικού ελέγχου.